- φωνασκεῖ
- φωνασκέωtrain one's voicepres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)φωνασκέωtrain one's voicepres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάρναξη — η (σε κατάρα) σκασμός («κάρναξη να σέ πιάσει» ή απλώς «κάρναξη» σε άνθρωπο που φλυαρεί ή φωνασκεί, για να σωπάσει). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. επιφών. karnaksi] … Dictionary of Greek
φωνασκός — ο, ΝΜΑ, και φωνασκός, ἡ, Α νεοελλ. αυτός που φωνασκεί, που μιλάει φωνάζοντας μσν. αρχ. δάσκαλος τής ωδικής και τής απαγγελίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού φωνασκῶ] … Dictionary of Greek
φωνασκός — ο αυτός που φωνασκεί, που φωνάζει διαπεραστικά ή που φλυαρεί με ενοχλητική διαπεραστική φωνή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)